ΚΡΗΤΙΚΗ ΒΑΠΤΙΣΗ

“Απ' εβαφτίσθη το παιδί, να πούμε ένα τραγούδι...”
Από τη Στέλλα Σύρπη

Στην Κρήτη, σ΄αυτήν την “άλλη Ελλάδα”, όπως είθισται να λέμε, τα ήθη και τα έθιμα, φυλάσσονται και τηρούνται με ευλάβεια θρησκευτική, ακόμα κι από τις νεώτερες γενιές και από τις πιο σύγχρονες οικογένειες. Η ανάγκη των Κρητών, να κρατήσουν ζωντανούς τους δεσμούς τους με το παρελθόν, τις ρίζες και την ιστορία τους είναι υποδειγματική και η γλαφυρότητά τους, όταν χρειάζεται να διηγηθούν τις παραδόσεις τους, απολαυστική.

Η βάφτιση, ήταν πάντα μια από τις σημαντικότερες τελετές στην κρητική κοινωνία και με ιστορικό πλαίσιο, ιδιαίτερα ενδιαφέρον (με κάποιες αποκλίσεις ίσως, από περιοχή σε περιοχή). Αποτελούσε και αποτελεί, το δεύτερο, μετά τον γάμο, σπουδαίο οικογενειακό γεγονός, που γιορτάζεται με φαγοπότι γερό και γλέντι τρικούβερτο. Στην βάφτιση είναι απαραίτητη η σύμπραξη του συντέκνου (αναδόχου), που θα είναι και ο σάντολος του “κοπελιού”.

Παλιά, λοιπόν, το νεογέννητο παιδί, φρόντιζαν να το βαφτίζουν όσο το δυνατόν πιο γρήγορα. (Να κάτι που, σήμερα, έχει μάλλον αλλάξει: περπατώντας (!) πηγαίνουν τα περισσότερα παιδάκια στην κολυμπήθρα. Περνά ο καιρός, βλέπετε, ώσπου να συμφωνήσουν οι οικογένειες, το όνομα...). Υπήρχε ο φόβος των βρεφικών ασθενειών, οι οποίες επειδή δεν καταπολεμούνταν εύκολα, απειλούσαν την ζωή του. Ο θρύλος έλεγε, πως αν μωρό πέθαινε αβάφτιστο, θα γίνονταν τελώνι. Μάλιστα, για να το προφυλάξουν από τα κακά πνεύματα, μέχρι που να βαφτισθεί, το φώναζαν “δράκο”.

Ο πατέρας του παιδιού, εξασφάλιζε τον “σύντεκνο”, πολύ πριν γεννηθεί αυτό. Ακολουθώντας το παλαιό έθιμο, “έπιανε χέρι” με καλό του φίλο, για να βαφτίσει αυτός, το παιδί που περίμενε η γυναίκα του. Με την χειραψία αυτή, έκλεινε άγραφη, απαραβίαστη συμφωνία, που υποχρέωνε, ηθικά, τον υποψήφιο σύντεκνο να βαφτίσει το παιδί που θα γεννιόταν και ταυτόχρονα τον πατέρα, να μην το δώσει σε κανέναν άλλον για να το βαφτίσει. Παραλλαγή της συνήθειας αυτής, ήταν όταν, δυο “μπιστικοί” (επιστήθιοι) φίλοι, “επιάνανε χέρι”, να βαφτίσει ο ένας του άλλου το παιδί “που ήθελε πρωτογεννηθεί”. Εξάλλου, στις οικογένειες που δεν μπορούσαν να “στεριώσουν παιδιά”, γιατί αυτά πέθαιναν λίγο μετά την γέννησή τους, έκαναν τάμα, πως το παιδί που θα γεννιόταν, θα το βάφτιζε ο πρώτος άνθρωπος που θα συναντούσαν μετά την γέννησή του. Ο τυχαίος αυτός σύντεκνος, ήταν απαλλαγμένος απ' οποιοδήποτε έξοδο της βάφτισης τού αντιστοιχούσε, ενώ έδινε, κατά παράκληση της οικογένειας, στο “φιλιότσο” του (αναδεκτό), το όνομα Στυλιανός ή Στερεός, για να στεριώσει.

            Ο σύντεκνος, ήταν υποχρεωμένος να φέρει στην βάφτιση, τα ρούχα του μωρού, μαζί με το μυρόπανο, το λιβάνι, τα κεριά της κολυμπήθρας και προ πάντων το λάδι -που καθιστούσε τους σύντεκνους “μερωτικούς”. Τέλος, έφερνε μαζί του και το “κρέμασμα”: μια άσπρη “μπολίδα” (μεγάλο μαντήλι), την οποία ο παπάς, διαβάζοντας μιαν ευχή, έδενε σταυρωτά, με κόμπο, στις δυο διαγώνιες άκρες της, ώστε να περαστεί πάνω από το σβέρκο του σάντολου και να “κρεμαστεί” μέσα το νεοφώτιστο, μετά το ντύσιμό του με τα “φιλιοτσίστικα” ρουχαλάκια.

            Ο πατέρας του παιδιού, έπρεπε να φροντίσει για όλα εκείνα που χρειάζονταν, ώστε να γίνει ένα πλούσιο, ολοήμερο φαγοπότι με το σύντεκνο και την παρέα του, με τους συγγενείς και φίλους της οικογένειας: άφθονα κρέατα, τυροκομικά, σιταρένιο εφτάζυμο ψωμί και μπόλικο κρασί και ρακί. Παράλληλα, έπρεπε να έχει εξασφαλίσει έγκαιρα και “τσι παιγνιδιατόρους” του γλεντιού, δηλ. λυράρη, νταουλτζή και πασαδόρο, που θα παίζανε “τσι χορούς και τα τραγούδια” του ξεφαντώματος αυτού.

            Πάνω στις οκτώ μέρες μετά τη βάφτιση (με τον καιρό ο χρονικός αυτός περιορισμός ατόνησε και το γεγονός που περιγράφεται παρακάτω, λαμβάνει χώρα, όποτε βολεύει γονείς και σύντεκνο), ο σύντεκνος με την παρέα του, επέστρεφε και συγκεντρώνονταν πάλι οι συγγενείς και φίλοι της οικογένειας. Ο παπάς μαζί με τον σύντεκνο, ξανάβαζαν το παιδί στην δεμένη, ακόμα, μπολίδα και “ελυούσαν” τα σταυρώματα, δηλ. τον κόμπο του κρεμάσματος. Τότε μόνον, τελείωνε το μυστήριο του βαφτίσματος. Με το λύσιμο του κόμπου, η ευχή που διαβάστηκε κατά την ώρα της τέλεσης του μυστηρίου, ελευθερωνόταν και η θεία χάρη μετέβαινε στο νεοφώτιστο παιδί. Και με την αφορμή αυτή, ο πατέρας ετοίμαζε άλλα ζυμωτά, άλλα σφάγια και τυροκομικά, άλλα ρακόκρασα κι άλλα μουσικά όργανα, για το καινούργιο γλέντι και τα “χορευτακίσματα”. 

            Η μερωτική συντεκνιά, αποτελούσε -και αποτελεί- έναν από τους ισχυρότερους δεσμούς της κρητικής κοινωνίας. Ο σύντεκνος “κρεμούσε” πραγματικά μα, κυρίως, μεταφορικά τον φιλιότσο στο λαιμό του. Μάλιστα, οι γεροντότεροι συνήθιζαν να λένε, πως αν οι γονείς ήταν υπεύθυνοι για το μεγάλωμα του παιδιού, ο σάντολος, ήταν υπεύθυνος για την πνευματική του καθοδήγηση. Και γι΄ αυτό, ο σεβασμός των γονιών στο πρόσωπο του σύντεκνου, ήταν απεριόριστος. Και όχι μόνο των γονιών, αλλά και των οικογενειών τους. Και όχι μόνο προς το σύντεκνο, αλλά και προς τους πλησιέστερους συγγενείς του. Θ΄ ακούσει κανείς στην Κρήτη να λένε πως, “του συντέκνου μας ο σκύλος, σύντεκνος είν' και κείνος”. Ο δεσμός της συντεκνιάς ήταν τόσο ιερός, που σε πάμπολλες περιπτώσεις, τον επικαλούνταν για να κατασιγάσουν έχθρες μεγάλες και διαιωνιζόμενες διαμάχες, μεταξύ αλληλομισούμενων οικογενειών.         

            'Οταν το φιλιότσο ήταν θηλυκό, επικρατούσε η συνήθεια, να αναλαμβάνει ο σάντολος να το στεφανώσει. Την συνήθεια αυτή, επιβεβαιώνει και το απόφθεγμα “αφού βάλει το έλαιο, να βάλει και το κλήμα”, (παλαιότερα, χρησιμοποιούσαν για στέφανα, κληματσίδες ή κλαδιά αγιοκλήματος).

            Μια μαντινάδα μόνον, θα μπορούσε να σταθεί ως επίλογος αυτού του άρθρου: “Κατέβα Παναγία μου με τον μονογενή Σου

και στον καινούργιο Χριστιανό να δώσεις την ευχή σου”.-

Comments are closed.

http://bs.serving-sys.com/serving/adServer.bs?cn=display&c=19&mc=imp&pli=20338680&PluID=0&ord=[timestamp]&rtu=-1 http://bs.serving-sys.com/serving/adServer.bs?cn=trd&mc=click&pli=20338680&PluID=0&ord=[timestamp]