Ήταν ένα από τα ισχυρότερα επιχειρήματα σε παλαιότερες δεκαετίες, ώστε ένας γαμπρός να προχωρήσει στην επιλογή της μελλοντικής του συζύγου.
Αφού είχαν προηγηθεί τα λεγόμενα “μιλήματα” από τον προξενητή ή την προξενήτρα στην οικογένεια της νύφης, ακολουθούσε η διαδικασία του "λόγου", κατά την οποία ο πατέρας του γαμπρού μαζί με τους πιο κοντινούς συγγενείς του, πήγαιναν μαζί με τον προξενητή στο σπίτι της νύφης. Πάντα, η πρώτη συζήτηση αφορούσε το θέμα της προίκας, και ειδικότερα χωράφια και σπίτια που θα έπαιρνε η νύφη, λεφτά, χρυσαφικά ή ό,τι άλλα ρούχα και κεντήματα θα συμπεριελάμβαναν τα προικιά της. Στη συνέχεια, συντασσόταν το προικοσύμφωνο, το οποίο υπέγραφαν οι δύο γονείς και δύο μάρτυρες. Εφόσον έμεναν και οι δύο πλευρές ικανοποιημένες δινόταν κάποια "σημάδια", που επιβεβαίωναν τον “λόγο” που είχε δοθεί. Ο πατέρας του γαμπρού έδινε ένα φλουρί, οι γονείς της νύφης ένα κιλίμι, ενώ οι συγγενείς υφαντά προσόψια. Μετά ακολουθούσε άφθονο φαγοπότι και γλέντι με χορό και τραγούδι, που διαρκούσε πολλές φορές μέχρι τις πρωινές ώρες.
Η νύφη, έπαιρνε τα κινητά προικιά στο νέο της σπιτικό, όπως έπιπλα, μαγειρικά σκεύη, ρούχα και υφαντά. Μια μέρα πριν το γάμο, οι φίλοι του γαμπρού (μπρατίμια), τοποθετούσαν όλη την προίκα μέσα σε σεντούκια, και τη μετέφεραν στο σπίτι του γαμπρού και της νύφης, με τη συνοδεία οργάνων, αφού είχαν στολίσει το κάρο που τη μετέφερε.
Η απουσία προίκας σήμαινε ότι μια κοπέλα θα μπορούσε να “μείνει στο ράφι” και ήταν μια ταπεινωτική διαδικασία για το γυναικείο φύλο. Το αναχρονιστικό αυτό έθιμο, καταργήθηκε τελικά το 1983, επί Κυβέρνησης Α. Παπανδρέου.
Ευτυχώς σήμερα, ο γάμος είναι ζήτημα έρωτα και αγάπης!